Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

για τις 19

  

  έρχεται όπου και να ΄μαι και μου μιλάει. Λέει τις ίδιες ιστορίες. Κάποιες τις είδε, άλλες του τις είπανε, άλλες του τις είπανε ένω τις είδε. Η οπτική του απλήρωτου φονιά, ε; Πρώτα η σκατιά και τα επιχειρήματα, το νόημα μετα. Και πάμε να αγαπήσουμε απόψε. Δυο τριμπουσόν για ένα μπουκάλι, ποιος θα προλάβει. . . Ονόματα με το κιλό και σώματα σαν μαριονέτες που δαγκώνουν τα σκοινιά και τραβάνε να ξαπλώσουν το κάθαρμα που τις παίζει. Και μουσικές απ΄ όλες τις τρύπες. Πνευστά, ειρωνικά πνευστά δίνουν το σήμα για επίθεση. Αλλά πάμε να αγαπήσουμε απόψε. Με χέρια και δόντια. Σοβαροί, να μην μας πάρουν χαμπάρι. Σοβαροί σαν μάρμαρο. 
 Έχω και άλλα να σου πω.
 Στο ταμπλό ένος αμαξιού δεκάδες ζωγραφιές, γραμμές με γνώση, εξυπνάδα, ατάκες αμάσητες, ασάλιωτες. Στην θέση του συνοδηγού να μην ξέρεις από που σου ήρθε. Μετά, μετά θα καταλάβεις με μια ματιά στο καθρέφτη. Ο οδηγός, καλή καρδιά με βηματοδότη - η δικιά σου κατέχει που πάνε τα τέσσερα; - σου δίνει δυο μαρκαδόρους, δυο χρώματα, χρυσό και ασήμι, να βάλεις και εσύ κάτι. Γράφεις, αργά, αργά. . . 


ΧΑΜΌΓΕΛΌ
ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΤΙ.


 Ο οδηγός σου λέει ότι έβαλες δυο τόνους στο χαμόγελο.
 Τον κοιτάς με ύφος΄ Γιατί ρωτάει τέτοια πράματα;
 Διατάζεις για μπουρδέλα. 
 Μεταφερόμενα πια στα Σφαγεία απο Βαρδάρη. Ιταλικό πλακάκι. 
 Ευγένια και Πιάτσα.
 Όπως ο Βότσης, όταν σε έπιασε το έντερο σου στην Ναβαρίνου και φώναζες.
 Σε έπιασε άπο τον ώμο και πήγατε στην Πιάτσα των ταξί.
 Ευγένια και Πιάτσα, πάλι.
 Αλλά απόψε πάμε να αγαπήσουμε. Όλοι μαζί και ο γρουσούζης, όχι χώρια. Πάρτε και ένα γρουσούζη μαζί σας. Μια γκρίνια με επιχειρήματα που σπάει αρχίδια και πρέπει να πας διαβασμένος να την χτυπήσεις. Αλλά δεν την χτυπάς. Έχει δίκια. 

( Όταν ακούς, έχεις και εσύ τα δίκια σου, 
είναι σαν να σου λένε ΄΄Σου μείνανε και δυο τούφες μαλλάκι, 
τι άλλο θες;΄΄)

 Τα χέρια σου σαν να έχουν λίγο στραβώσει από το ποτό και εσύ λές έπαιζα πιάνο δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια Οινοπνεύματα Αντιλογίας. Ομορφιές, ε; Εκείνη η Λαϊστερα που σου έκατσε και σου έγραψε για ιδανικούς αυτόχειρες και μαλακίες. Και γιατί γράφεις ρε; Λες και πάς κάθε βράδυ στο κρεβάτι της, την ξυπνάς, έτσι με το ζόρι, να διαβάσει όλα αυτά, τα ψηφιακά. Πρέπει να είναι φίλη σίγουρα εκείνου του υπόλοιπου βλακείας, που στο νησί με τα λουκούμια και τα άλλα άλλα άλλα. . . . Εκείνο το πράμα είχε πει στην Σπούλα, ότι ο συγγραφέας πρέπει να ξυπνάει πρωί, να φοράει γραβάτα και έτσι καμουφλαρισμένος να πετάει τα οράματα του στο χαρτί. Να μοιραστεί τις χημείες του κεφαλιού και κάβλα ιδεατή. Ένα κόσμο που για να μπεις, σκας στα διόδια όλο το χρόνο και τα κέφια σου. Είχε θάλασσα να τον πετάξουν εκεί κοντά, αλλά η Σπούλα είναι καλή καρδιά. . . Καλύτερη από εσένα.

- Καλύτερη και εκείνη από εμένα.

 Δεν είναι και δύσκολο αυτό.

- Από όλες τις πλευρές. Και άναψε ωραίες φωτιές για να συνεννοηθώ την Γιουδήθ. Και άλλα πολλά, πολλά.  Και όλα πήγαν και τελείωσαν καλά.

 Δεν θα κάνουμε λίστες με ονόματα εδώ. Αλλά δεν σκότωσες και κανέναν. Μόνο προχωράς και πληγώνεις κόσμο. Ένα βαρέλι πίνεις και μια δεξαμενή μαλακίες βγάζεις. Γιατί; Για να περάσει η ώρα; Η ώρα θα περάσει ό,τι και να κάνεις. Δεν θα σε ρωτήσει. Αλλά αν σε ρωτήσει κάτι θα βρεις να της πεις. Σήμερα όμως πάμε να αγαπήσουμε. 
Όχι χουφτώματα και μάχη σώμα με σώμα. Αυτά καλά είναι και εξυπηρετούν την σύνθεση, που λέει και το Σινικό Υπόγειο. Το άλλο που σε καίει. Να τους κάνεις να γελάσουν. Να ξεφλουδίσουν από τα γέλια. Πρώτα με τα χάλια σου και μετά με τα δικά τους. Αν το κάνεις ανάποδα θα σε δείρουν. Όπως ο Αντώνης τον Σίμο.

- Διάβασες τον Χορό των Καβουριών;

 Άλλο χαζό τίτλο δεν βρήκες; Το διάβασα. Χάνει στην αρχή. Και στην μέση. Και το τέλος είναι για ξύλο. Ποιος διαβάζει τέτοια πράματα; Το ρωτάω αυτό, γιατί βλέπω αυτόν που τα γράφει.

- Ο Celine και ο Σαββίνκοφ φταίνε για τον τίτλο. Ήμουν. . .

 Ξέρω. Ήσουν ένα βράδυ λιάρδα με την Σαββίνκοφ στην παραλία και έλεγες, έλεγες. Ο Σαββίνκοφ είναι καλός άνθρωπος και άκουγε. Τότε του είπες, ότι τα δίχτυα είναι πεντάγραμμο και τα καβούρια νότες. Ο μαλάκας ο Celine που κολλάει;

- Κάπου πριν χρόνια, πριν την Αντιγόνη. . .

Άλλο τράκο αυτό.

-  . . . είχα διαβάσει κάπου, ότι βάζει τον ήρωα του να αποχαιρετά δωσίλογους πεταινικούς που την στήσανε σε ένα κάστρο, λέγοντας, τέρμα ο χορός των καβουριών. . . Οι σωλήνες των αποχευτεύσεων σπάνε και τους κυνηγάνε τα σκατά τους.

 Κάπου στην γη των παραδόπιστων, εδώ στα βόρεια πρέπει να έγινε αυτό. Χωρίς τον Celine. Η μουσική έσπασε τους σωλήνες. Αλλά μπορεί και να τα φαντάστηκες. Ο Σαββίνκοφ χάρηκε με τον τίτλο.

- Ναι.

 Είναι καλός άνθρωπος και με πολλά πράγματα να δώσει. Όχι επειδή έτσι πρέπει, για την ταμπέλα δηλαδή. . . Κάπως πρέπει να γυρνοβολάει και αυτός. . . Όχι. . . Βγαίνουν συνέχεια καλά πράγματα, τα φτιάχνει όπως θέλει και τα μοιράζεται. Μιούζικα, στίχους με μιούζικα, στίχους χωρίς μιούζικα και ιστορίες. Αλλά οι άλλοι; Δεν μπορούν μια ιστορία να πούνε; Και κοπανάνε μακρυνάρια. Δεν θέλουν να πάνε κατευθείαν στο μεδούλι; Και να φτάσει το μαχαίρι, μεδούλι δεν θα βρεί. Σάλτσες και απωθημένα.

- Από άλλους δρόμους στο ίδιο σημείο πάντα. Μην τους κατηγορείς.

 Και τι έγινε. Αλλά και το δικό σου. Χάχανα, ανάποδες και γαμήσια. Εξυπνάδες μασημένες πολύ. 

- Τίποτα δεν σου άρεσε;

Μια σκηνή μόνο. Εκείνη η λεσβία που τρίβει την κωλάρα της στο καβλί του Αντώνη μέχρι αυτός αφήνει τα αρχίδια του να ξεπρηστούν. Καλά το πας. Αν ήμουν εκεί μέσα θα χειροκροτούσα.

- Εγώ θα ξάπλωνα δίπλα τους, να κοιμηθώ.

 Και θα σε αφήνανε.  . .  Πάμε τώρα. Με το δελτίο ανεργίας τραβάμε όπου θέλουμε. Όλα τα λεωφορεία δικά μας. Πάμε να αγαπήσουμε.

- Δεν μπορώ σήμερα. Πονάω λίγο. Αύριο όμως. . .

 . . . σίγουρα. Κάτσε στο μπαλκόνι να βλέπεις από κάτω φαλάκρες να παιρνούν. Θα πάω να βρω τον Σίμο. Θα πάρουμε την Τσιμισκή, απο Δωδεκανήσου ως ΧΑΝΘ και σε κάθε περίπτερο θα πίνουμε μπύρες. Περιπτερόμπυρες. Μπορεί να βρούμε και εκείνο το μουρλό πράμα που βρίζει όλη την ώρα και του ανεβάζει την πίεση. Να την δεις πως θα την φτιάξω εγώ. Εσύ κοίτα να στρώσεις.

- Έτσι ακριβώς. Θα στρώσω για να ξαπλώσω λίγο. Μπορεί να σας βρω μετά.




Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2017

όξω από φαλαφατζίδικο ψες


-. . . είναι αυτός με το μπιστόλι στο χέρι που θα αυτοπυροβοληθεί όπου να ΄ναι και το ξανασκέφτεται, ρίχνει μια ματιά στο μπιστόλι, μια στο διπλανό του που του φωνάζει ΜΗΗΗ, ΜΗ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ και πυροβολεί αυτόν.

- Τον μη μη.

- Ναι.

- Γιατί;

- Επειδή κάνει πολύ φασαρία.

- Και αυτό θα γίνει ταινία;

- Μια σκηνή μαζί με άλλες.

- Γιατί δεν κάνεις ένα ντοκιμαντέρ για τους υπαλλήλους της Βουλής; Όχι όλους. . . Εκείνους τους αξιαγάπητους που αφήνουν το νεράκι στο βήμα.

- Λες;

- Θα σκίσει. Αν ψήσεις και κανέναν να ρίξει λίγο καθαρτικό ή καμιά μασέλα μες στο ποτήρι.

- Ή χρυσόψαρα με την μνήμη τους που διαφημίζουν. Λες και αυτοί θυμούνται τα πάντα.

- Και ποιον θα σφάξετε να βρείτε τα λεφτά;

- Χωράφι, όχι άνθρωπο.

- Πάει καλά. Φεύγω τώρα. . . Σε έχω κλείσει με τον άλλο, αν πεθάνω πρώτος, να κουβαλήσετε την κάσα. Εσύ κοντούλα, ο άλλος ο γαμογελαστούλης στο καρότσι του το χειροποίητο. . . Θα βρω και δυο ψηλούς. Θα γελάσει κόσμος. . . Αν με αδειάσετε κιόλας. . . Και μην ξεχάσεις. . . Αν πετύχεις καμιά που να θέλει λευκό γάμο, μέσα. Μπορεί να αριβάρει και έρωτας.

- Έγινε. Καληνύχτα.

- Καλήνυχτα.




Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

EXIT


 Στο μετρό, με το ένα μάτι κλειστό και το άλλο μισάνοιχτο, αναμαλλιασμένος, καθιστός τραβάω κατά τον σταθμό Λαρίσης, να βγάλω εισιτήριο, να φύγω το βράδυ για την πόλη με τα φαγάδικα, τις εκκλησίες, τις πολιτικές δολοφονίες, τους Εβραίους - όσοι απέμειναν απ΄ όσους ξαπόστειλαν με τα τρένα για να γίνουν μετά  ε π ε ν δ ύ σ ε ι ς   και   α π α λ λ ο τ ρ ι ώ σ ε ι ς - και τον εσωτερικό μονόλογο. Μια γριά, καλή γριά, κάθετε απέναντι μου και με σημαδεύει κουνώντας το κεφάλι της. Την κοιτάω κι εγώ με το μισόκλειστο μάτι και κουνάω το δικό μου κεφάλι. Είμαστε σαν ερωτευμένα, πλάι πλάι σκυλάκια στο παρμπρίζ αυτοκινήτου. Λίγο ακόμα και θα ακολουθούσαν τα σώματα - κουδουνίστρες ερωτικές - αλλά εκείνη μου είπε.

- Φοράς περούκα;
- Όχι. Εσείς;
- Είσαι ανάγωγος.
- . . . Από το Κορδελιό είμαι. Δεν μου απαντήσατε όμως.

 Κι άρχισε να φωνάζει. Ανάγωγος και δεν ντρέπομαι.  Με τον πληθυντικό μου, με το κεφάλι μου αναμαλλιασμένο, πέρα δώθε, από το Κορδελιό και εκείνη να φωνάζει. Σκέφτηκα τον άντρα της, χεσμένο στα γέλια, να μου σφίγγει το χέρι. Ή τον λαιμό, ποτέ δεν ξέρεις. Αλλά μπορεί να τους είχε χωρίσει ο θάνατος. Φαινόταν λιγάκι στο πρόσωπο της και τα χέρια της πρέπει να έριξαν κάμποσο χώμα.

 Η διπλανή μου, δεν έδωσε σημασία σε όλο αυτό. Κρατούσε την τσάντα της και χάζευε έξω από το παράθυρο το σκοτάδι από το τούνελ. Ο διπλανός της καλής γριάς, έκανε το ίδιο, αλλά χαμογελούσε κάπως.
 Εκείνη την στιγμή, ανακοινώθηκε από τα μεγάφωνα ότι φτάνουμε στον σταθμό Λαρίσης. Σκέφτηκα ένα κουλουράκι να πάρω από εκεί.

- Θα φύγω, μην φωνάζετε. 
- Να φύγεις ρε.
- Αλλά πριν. . .

. . .και τράβηξα μια τούφα από τα μαλλιά μου να της δώσω.

- Φυσική τρίχα. Όποιος έχει δίνει.
- ΦΥΓΕ ΡΕ. . .
- Ή τα βάφει. . .
- ΦΥΓΕ, ΠΑΡΤΕ ΤΟΝ.

 Κοίταξα γύρω μου. Ποιοι να με πάρουν; Εδώ αμάν κάνανε για να φύγω. Οι διπλανοί μας είχαν σηκωθεί και περίμεναν να ανοίξουν οι πόρτες να φύγουν. Σηκώθηκα και εγώ, μαζί τους. Η καλή γριά, καθισμένη ακόμα, κόκκινη.

- Και συλλυπητήρια για τον σύζυγο. . . είπα και έφυγα σφαίρα για να βγάλω το εισιτήριο.


Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

03:02


- Και πως αγαπηθήκατε;
- Πως ξεκίνησε το έγκλημα, ε; Να, ζητούσαν εθελοντές, κάποιον να πάει να παλέψει με τα θεριά και έκανα εγώ ένα βήμα μπροστά. . . Καθόταν και μοναχούλα. . . Τόση δα. . . Νόμιζες ότι έβαλε πέτρες στις τσέπες της, να μην την πάρει ο άνεμος. Πως άλλοι για να πάνε μπαμ, στο πάτο; Ε, αυτή δεν την πήρε ο άνεμος. . . Εμένα πήρε ο πάτος της. Δεν είχα δει και τους άλλους, τους αξέχαστους, τους δικούς της που φύγανε από τα παράθυρα κυνηγημένοι - όχι σαν. Είχανε καταντήσει κουδουνίστρες που βγάζουν μοιρολόγια. Σηκώνανε και χέρι, σε στιλ ΄΄το αίμα μου πίσω και πάρε καριόλα να ΄χεις.΄΄
Εκείνη όμως ήξερε. 
Ήξερε.
Και φεύγανε νύχτα κυνηγημένοι - όχι σαν.
Να τους παίρνει ο διάολος και να τους γυρίζει πίσω, απ΄ όπου σκατά ήρθανε.
Και καθόταν μοναχούλα.
Ήρεμη αφού είχε πια την ερημιά να απλωθεί.

Έτσι πήγα.


Τώρα τα θυμάμαι για να ΄χω κάτι να μασάω.
Να μην δαγκώσω.


Κυριακή 2 Ιουλίου 2017

τσακ μπαμ


 . . .ρουφιάνοι με σπουδές και όχι, λογικοί, απόψεις μόστρα και χιλιάρικο και από την άλλη ψίχα και γόπα αγκαζέ, μέσα σε μια χτυπημένη κούρσα που πήγε και γύρισε παντού, κάτω από το σπίτι μου πλάι σε γραμμένο Camarillo Brillo - με περιμένει να με πάρει να πάμε να υποδεχτούμε ένα μικροκαμωμένο θαύμα - από αυτά που τριγυρίζουν και δεν στοιχηματίζουν πάνω τους τάματα. Σε ρόλο ξεναγού, ρόλο επιθεώρησης και ο υποβολέας - Ήπιες δεκαέξι μπύρες. Τι παραπάνω άλλη μία;

 Ήμουν με ένα βιβλιαράκι - δανεικό κοκκινοκέφαλης 1,80 ποιήτριας - με κείμενα του τρομερού Μπέκετ και καθόμουν στο λεωφορείο. Πίσω μου μια μάνα με τον πιτσιρικά της. Από το αντίθετο ρεύμα έτρεχε ένα πυροσβεστικό με την σειρήνα του να ουρλιάζει. Ο πιτσιρίκος είπε στην μάνα του
- Φαντάσου μαμά να φτάσει το πυροσβεστικό στην φωτιά και ο άνθρωπος που καίγεται το σπίτι του να τους διώξει τους πυροσβέστες και να τους πει ΄΄Φύγετε, δεν θέλω να την σβήσετε την φωτιά. . . . Θέλω να την βλέπω. . .  Εσάς δεν σας θέλω. . .΄΄.

  Άκουσα την μάνα να λέει - Άσε τις βλακείες. . .  και την φαντάστηκα να προσέχει, πολλά χρόνια μετά τα εγγόνια της - Αφήστε βρε τις βλακείες. . . 
- Τότε γιαγιά, τι κάνουμε εδώ;

  Την άλλη μέρα ξεκίνησαν οι πυρκαγιές στην Αθήνα.

Ιούλης/2015




- Σκέψου τον Οιδίποδα.
- Ναι.
- Και η αιμομιξία να τιμωρείται με ευνουχισμό.
- Ναι.
- Ε, από τραγωδία θα γινόταν όπερα. Καστράτος ο Βασιλιάς. Και δως του ΟΟΟΟΟΟΟΟ. . . .
- Δεν το είχα σκεφτεί έτσι.
- Δεν έχεις τον χρόνο;

- Τραβάτε, ρε.
- ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΓΝΩΣΗ, ΜΟΝΟ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΕΥΡΩ. Ό,ΤΙ ΜΑΣ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΙ. . .
- Πιο κάτω την έχει τέσσερα.
- Άμα βγει τζάμπα η απαγορευμένη γνώση, να δεις τι έχει να γίνει. 
- Τι θα γίνει; Θα τον κλείσει τον πάγκο και. . .
-ΑΙΓΙΔΑ ΒΡΑΣΤΗ. . . ΑΙΓΙΔΑ ΒΡΑΣΤΗ. . .
- Πρόσεξε μην πεταχτεί κάνας Έρουλος που ξεχάστηκε εδώ και μας φάει τα αυτιά.
- Και μετά που θα ακουμπάνε τα γυαλιά μας.
- Το ένα μου έχει ήδη αχρηστευθεί. 
- Σου πέφτουν και τα δόντια.
- Και το μυαλό κουρκούτι.
- Από τις μπύρες.
- Κελεπούρι είσαι ρε.
- Εμπρός, προχωράτε.
- Αλλαγή παραστάσεων εδώ.
- Φύγαμε από την πόλη με τα φαγάδικα και τις εκκλησίες. 
- Πρέπει να έπεσε τόσο τσιμέντο όσο στο Σινικό Τείχος.
- Chinese Basement.
- Σινικό υπόγειο.
- Διαδικασία Ημέρευσης.
- Μπουζούκι που σκάβει.
- Που σκάει.
- Να και το σπίτι του Άκη.
- Για αυτόν έγραψε τον Τυφώνα ο Zimmerman.
- Αυτά τα λένε οι ανόμπελοι.
- Θα ήταν ωραίο να λέγανε τι θα τα κάνουν τα λεφτά του βραβείου.
-  Να λέγανε - Θα τα φάω όλα σε ζαχαρωτά.
- Στις πουτάνες.
- Σε ηχοσύστημα.
- Για την προώθηση. . .
- Χέστο. . . Αν είναι για προώθηση. . . Τα πιο πολλά θα φαγωθούν στο δρόμο.
- Και χωρίς λαχάνιασμα.
- Τσακ μπαμ.
- Ο άλλος μας έδωσε κλειδί για το σπίτι;
- Ναι, εδώ τα έχω. 
-  Η Μαρίκα θα έρθει;
- Γιατί να μην έρθει;
- Μπορώ να σκεφτώ 11 λόγους στο τσάκα τσάκα. . . .
- Σιγά. . . Εγώ μπορώ να σου πω 32. . . Αλλά πες τους.
- Με τόσο που ήπιες, ό,τι θες θα ακούσεις.
- Θα έρθει. Και τα μάτια της. . .
- Τι τα μάτια της;
- Φωτίζουν. . . Εκείνο το φως που πάνε καρσί τα κουνούπια και ξεραίνονται. . . Έτσι είναι και οι ματάρες της.
- Και εσύ κάνεις το κουνούπι.
- Ενίοτε. Κάνω και Σαρακατσάνο Κροκόδειλο.
- Μαλάκα. . .



Φλεβάρης/2017





Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

μ.


Ρέστα και ΄σένα μόνο περιμένω
σε αυτή την μουρλή τροχιά με δανεικά.


Όλα πάλι φρέσκα


Αμνησία στα χείλη και τσιγάρο
Όσα δόντια έμειναν περιμένουν στο σκοτάδι
Ψίχουλα τριμμένα και ψυχούλες απάτητες
                                                αφάγωτες.






Κυριακή 23 Απριλίου 2017

από το τσουβάλι

 
- Bongos απλωμένα γύρω μου, οργή, ένα μπουκάλι χωρίς ουϊσκι - άδειο δηλαδή. . . ποιός αφορεσμένος; - μια ξεπατωμένη ράτσα να κάνει ωτοστόπ, εύχες που χουφτώνουν και κατάρες που πιάνουν ( ή ανάποδα; για διαγώνια;), ανηψάκι που ρωτάει - Θείο, γιατί κουνάνε αυτοί το δάχτυλο; και θείος, περιμένοντας μια δεκαπενταετία αυτή την έρωτηση, απαντά - Γιατί δεν έχουν που να το βάλουν οι χαντούμηδες. . . Μια κιθάρα για προσάναμμα και ο τροβαδούρος - ερωτικός, τι άλλο; - δεμένος σε ένα πλάτανο, μετεωρίτης που έσκασε πάνω σε χουντικό νεκροταφείο και φωνάζανε οι νοσταλγοί - ΘΑΥΜΑ ΘΑΥΜΑ. . ., δυο χιλιάδες κόσμος να χορεύει ζεϊμπέκικο, γύρω γύρω, σαν σβούρα ή τρυπάνι μέχρι να βρεί πετρέλαιο να καούν όλα, να πάρουμε την ασφάλεια.


- Με τους πυραύλους στην πλάτη, πάει να βρεί την αγάπη.
- Ε;
- Cast your dance spell away, I promise I go under it.
-  Oh, hell, yes!

- Σαν συγκαμένος με την πλάτη φορτωμένη και όλες οι ανηφόρες οι καριόληδες τις φτιάξανε για εκείνον. Στις κατηφόρες όμως άντε να τον πιάσεις. Κατρακυλάει και γίνεται ένα με το φόρτωμα.
- Άντε να τον σταματήσεις.

- Έριχνε μια ματιά, μετά δεύτερη. . . Ύστερα σαν να μασούσε κάτι χωρίς γεύση και έβγαζε συμπέρασμα. Απόλυτος.
- Τι να τον τάισαν;
- Τίποτα. Από μόνος του, τις σάρκες, τα άντερα του.

 - Είναι σαν να βγήκαν από το ίδιο εργοστάσιο. Ίδια κοψιά, ίδιες κινήσεις, ίδια λογάκια και λογάρες ΝΑ.
- Εσύ δεν βγήκες από φάμπρικα;
- Ναι. Άλλα έκλεισε μόλις έβγαλε εμένα.
- Έσπασε το καλούπι που λένε.
- Καμία σχέση. Το κάψανε για να πάρουν την ασφάλεια. Εκεί άρπαξα, λιγάκι.

-  Ένιωθα ότι μας πλήρωνε ο γκούγκλις μεταφραστής. Καθόμασταν και λέγαμε αστεία στην κοπέλα. Στα αγγλικά. Πρέπει να είπαμε δυο τρία πετυχημένα γιατί η κοπέλα γελούσε. Ή ήταν ευγενική.



- Κοπανισμένο τατού.
- Δε-ρμα-το-στι-ξία.
- Πες το και έτσι. Να συνεχίσω;
- Συνέχα.
- Κοπανισμένο τατού πέριξ της κωλότρυπας.
- Και το σχέδιο;
- Η Κερκόπορτα. Ζωγραφιστή η καμάρα με προγόνους που τους τζαμάκωσαν αδιάβαστους και στην πύλη συνθήματα εναντίον και υπέρ, συνθήματα να ξαναμοιράσουμε τον κόσμο, εξομολογήσεις, δηλώσεις αγά. . .
- Κατάλαβα.

- Η μάνα μου ήταν από το Τσέρνομπιλ και ο πατέρας μου από ένα χωριό, έξω από την Πτολεμαϊδα.
- Και σε λένε Σίμο;
- Ναι.

Τρίτη 11 Απριλίου 2017

νουντλόραμα


   Έρχεται ο Μουστάκας με την γυναίκα του στην πόλη. Περιοδεία ο ερωτικός μετανάστης και εμείς υποδοχή. Χαμογελαστοί. ΄΄Μας έλειψες ρε, αλλά αυτό είναι το κακό. . . Σου λείπει κάποιος, κάποια, αλλά μόλις σκάσουν μπροστά σου, δεν σου λείπουν κι ας τα να πάνε στο διάολο. . .΄΄
 Θα αρχίσουμε τα αποικιοκρατικά με αξάν από το Κιουπκϊόι. How do you do, Ms Moustaka; How was your flight,  Ms Moustaka; ; Oh. . . On foot;  Here is Mr Garlick and here is Mr Votsis, concierge of darkness and oblivion. - Πως λένε ρε μαλάκα το ΄΄μεροδούλι, μεροφάι΄΄ στα ουγγρικά και πάει λέγοντας. Θα είμαστε κύριοι. Υποδοχή χωρίς ιπτάμενο χαλί και πανό.
  Ο γαμογελαστούλης φεύγει προς νῆσον - ξηρά, μαλάκες, γύρω γύρω θάλασσα - και μετά στο Μπόστον και Νιου Γιορκ. Θα μας φέρει ντόλαρς κολλαριστά, θα πει για τα στέκια - τις μπριζόλες ρε, κάτι μπριζόλες σαν πιάτο, να βάλεις φαΐ απάνω τους ή να τις στρώσεις να τον πάρεις λίγο -, για τις ατελείωτες λεωφόρους με τους ντούρους ουρανοξύστες και ίσα με εξήντα δυο χιλιάδες άστεγοι. Μπορεί να βρει κάνα πατριώτη, κάνα ψηφοφόρο του παιραιτηθέντα Σπύρο Αναγνωστόπουλος.
  Είναι και ο Κροίσος των Nudles. Φρεσκοκουρεμένος άρχοντας που ξεκινάει μια αυτοκρατορία με μακαρόνια παραβρασμένα, φίσκα στο μπαχάρι. Να τρως και να παπαριάζει η ψυχή σου. Ιαματικά ζυμαρικά. Θα ανοίξει ένα κιόσκι πρώτα στην Θεσσαλονίκη, κοντά στην Νέα Παραλία, που έχει τα ίδια μπαχάρια με την Παλιά και μετά θα εξαπλωθεί σαν επιδημία. Το όνομα της μυρωδάτης του αυτοκρατορίας; Nουντλόνειρο. Εγώ πέταξα την ιδέα να το βαφτίσει Νουντλόραμα. Ακούγεται πιο μυστικιστικό, με προϊστορία όπου ο ένας έσφαζε τον άλλον, με σκιές , χειρονομίες, σιωπές που αναλύονται, με συνταξιούχους μια φορά και ένα καιρό, με αχαχούχες προφήτες που δεν πρόβλεψαν τον θάνατο τους ή πάτησαν σκατά και σιχτίριζαν.Αν ευκαιρείς, να του στείλουμε βιογραφικό, μπας και μας πάρει. Είπε ότι θα παραβλέψει πολλά - την μάπα μας, κάποιες ιδεοληψίες που μας κατατρέχουν ( αλλά δεν μας δίνουν να φάμε - κάπου είχα ακούσει ΄΄Τι με χτυπάς ρε; Με ταΐζεις και με χτυπάς;΄΄). Θα τα σβήσει όλα και μπορεί να μας προσλάβει. Θετικός άνθρωπος. Θα αλλάξει η ζωή μας και δεν θα ξέρουμε τι θα κάνουμε. . . Για κάνα τέταρτο.



Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Προς Β.Θ.


 Γράφει ο Τέλλος Άγρας ( ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου που μια πληγή από ρημάδα αδέσποτη τα Δεκεμβριανά τον έστειλε με ταλαιπωρία διαβασμένο ) για τον Μαριάμπα του Σκαρίμπα' Ένα είδος μέθης, ζούρλιας, βίας - να γίνη κάτι καινούργιο, κάτι απίθανα παιγνιώδες, που άλλοτε ζευγαρώνει με τη φόρμα και γίνεται << ένα πλάσμα τιποτένιο και εξαίσιο>>, άλλοτε όμως απομένει ολομόναχο και χωρίς δικαίωση... << Αισθανόταν την αμηχανία του ποίημα. Σχεδόν το έλκυσμα, τη γοητεία της γκάφας>>, γράφει κάπου ο κ. Σκαρίμπας για τον ήρωα του. Το ίδιο θα μπορούσαμε και μεις να λέγαμε κάποτε για τον συγγραφέα. Αισθάνεται τη γοητεία της γκάφας. Παίζει. Άλλοτε ιδιοφυής, άλλοτε ασήμαντος...

 Αλλά γιατί όλα αυτά; Ε, αυτό είχα στην τσέπη του παλτού μου και πήγαινα. . . Όμως η  τελευταία φράση. . . Άλλοτε ιδιοφυής, άλλοτε ασήμαντος. Άνθρωποι, ρε. . . .

  Αλλά σε θυμήθηκα

  Σε θυμήθηκα ολόκληρο και κοντοκουρεμένο. Συνήθως θυμάμαι κάποιον που είναι δίπλα μου, μπροστά μου. Κάτι λεπτομέρειες, όλες αφορολόγητες. Αλλά χωρίς να είσαι εδώ, με βοήθησες.
 Είδα μια παλιά γνωστή όταν κατέβηκα πριν λίγες μέρες στο κέντρο. Πέρασε απο μπροστά μου, μου έριξε μια ματιά και συνέχισε. Της φώναξα. Γύρισε και ήρθε κοντά μου. ΄΄Χωρίς την μπύρα στο χέρι, δεν σε γνώρισα. . .΄΄. Το χάρηκα. Τι πνεύμα,ε; Στα λίγα δευτερόλεπτα, πέρασαν πολλά από το κεφάλι μου σαν απάντηση. Τότε σε θυμήθηκα. Τι θα έκανες; Το βρήκα.
 Έκανα ένα Χμμμμ. . . . και μάλλον κατάλαβε ότι βρίσκομαι στα ξενερώματα.
 Έφυγε.
 Αλλά δεν γαμοσταύρισα, δεν της έφαγα τα λαιμά. Ήμουν οπαδός σου εκείνη την στιγμή. ( Άραγε υπάρχει βουδιστής, παλαιστής του κατς; )
 Σκεφτόμουν και πράγματα μπροστά μου.
 Μουσικοί του δρόμου, κάτι μελωδίες ΝΑ και αυτοί με χαμόγελα να περιμένουν να αφήσουν οι περά δώθε, κάτι. Κάποιοι μάζευαν πολλά, άλλοι λιγότερα. Ένας έπαιζε τρεις ώρες και ρίξανε ένα πενηντάλεπτο μόνο. Το έριξε στο πιο πάνω καλλιτέχνη. Τρείς ώρες εξάσκηση. . . έτσι το σκέφτηκε. Ανεβαίνουν οι απαιτήσεις. . . Καμιά μέρα θα δούμε ένα πιάνο με ουρά, τρία βιολιά, δυο τσέλα και ένα μπαγλαμά να παίζει ουγγρικά βαλς στην Ναβαρίνου. Υπερπαραγωγές του δρόμου.
 Μια φορά συνόδευσα την Δ. σε κάτι τέτοιο. Εκείνη κοπανούσε το μπεντίρ και τα έλεγε ωραία και ΄γω λίγο πιο πέρα διάβαζα τα ημερολόγια του χορευταρά του Νιζίνσκι, έπινα τις μπύρες μου και άκουγα τα κλινκ κλίνκ, από τα κέρματα που τις ρίχνανε. Σαν νταβάς χωρίς όφελος. . . . Σε μιάμιση ώρα μάζεψε κάπου έξι ευρώ. Τα καλύτερα λόγια βέβαια, τα είπε μια κοπέλα που δεν έριξε τίποτα. Συγχαρητήρια και Ήσουν υπέροχη. . .  Όμορφα πράγματα.
  Κάθομαι στην στάση και χτυπιέμαι με το Zig Zag Wanderer, του Καπιτάνιου και της Μαγικής μπάντας του στα ακουστικά. Μια που μοιάζει με την αδερφή σου με πλησιάζει και μου λέει Ωραία χορεύεις.
- Ε; 
- Ωραία το πας. 
- Όχι. . . Απλώς κατουριέμαι.

 Γελάει και μου δείχνει το στενό στην Ιπποδρομίου να πάω να ξαλαφρώσω. Ένας πιο πέρα φωνάζει Μια δεκαπεντάχρονη θέλω. . . 
 Λίγο πιο μέτα ένα ζευγάρι πιο πέρα. Κεφαλοκλείδωμα, χάχανα. Σκέφτομαι να λέει εκείνη

- Με αγαπάς;
- Ουουου, πολύ.
- Πόσο;
- Από Βούλγαρη μέχρι την Bratislava.

  Μετά στριμωξίδι στο λεωφορείο, να γυρίσω στα πυρηνικά δυτικά. Γύρω σαρδέλες προς διασκέδαση. Βυζούδες με χαρ χαρ χαρ και καβλωμένοι, πλαγιοκουρεμένοι με άλλα χαρ χαρ χαρ. Όλοι προς διασκέδαση και να δω ποιος θα πηδήξει.
 Βυθίζομαι.
 Λέω το όνομα της, σαν ξόρκι που διώχνει το κακό ( η διπλανή κοιτάει περιέργα. . . Τι ΄΄Μαρία΄΄΄;) και όλα καλύτερα. Όλα.


 Φτάνω καλά.

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

ένας μαλάκας να σηκώσει το χέρι

  
Αναρχοφεμινιστικά συνθήματα στους τοίχους στο κέντρο της πόλης και θυμήθηκα τότες που πήγες να με σκοτώσεις ολίγο σε εκείνο το κολπάκι με τα σκαλιά. Σκατοψυχούσα, κορόιδευα ενώ έβγαινα από το σπίτι σου,  κουνώντας τα χέρια μου, να δώσω σχήμα στην ξεφτίλα και την ματαιότητα των πραγμάτων γύρω μας. . . Βάλε και αυτόν τον άχρηστο που αγάπησες για να σου μετρήσει τα παΐδια μετά.  . . Βάλε και την άρνηση σου να πάω να μετρήσω τα δικά του δυο φόρες, για σιγουριά. . . Άχρηστος κι εγώ. . .  Οπότε δως του κοροϊδία. . . Τότε έκανα το λάθος να σου γυρίσω την πλάτη. Μου έσκασες μια σπρωξιά και έφυγα τέσσερα, πέντε σκαλιά κάτω. . . Γλίστρα αλλά δεν κατρακύλησα. Σηκώθηκα και ανέβηκα με δυο βήματα όλα τα σκαλιά να σε βούτηξω, να γίνουμε ένα ωραίο ακροβατικό στην σκάλα αλλά πρόλαβες και μπήκες μέσα. Γαμημένε χαχαχαχαχαχαρ. . . . Και μου άφησες όλες τις μπύρες. . . . και δως του γέλιο. Τράβηξα μια καλή στην πόρτα και έμεινε αναμνηστικό ένα μικρό λακκάκι, σαν αυτό που εμφανίζεται στην μάπα μου όταν χαμογελάω και λες ότι σου αρέσει.  Τότε βγήκε η γειτόνισσα από το δίπλα διαμέρισμα, με την νυχτικιά, σαν μαδημένη μπομπονιέρα και φώναζε να σκάσουμε επιτέλους. και τι πράγματα είναι αυτά. Της είπα Όλα θα πάνε καλά και Νεκροί δεν υπάρχουν. Την ηρέμησα με ένα αστειάκι για τον Φ.Π.Α. που ανεβαίνει και μας τρώει την ζωή, της είπα ότι είσαι μουρλή και δεν σε έχουν μαζέψει ακόμα αλλά φεύγεις σε κάνα μήνα για τον Αλή Γαμιά στην Καβάλα. Ησύχασε. Ησύχασα και ΄γω. 

Εσύ;

3/3/17


Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017


Στην Γ.Δ.

πως ηχογραφούσε ο λατερνατζής o Bach

πως με μια κοροϊδία και με ταχύτητες κομμένου φωτός

πως μεθυσμένος πετούσε χώμα και λουλούδια στην άσφαλτο

πως χορτάτος με τα δόντια σάπια, σκόρπια

πως οι γιατροί έχουν κέφια και αυτοσχεδιάζουν

πως τα καπέλα μένουν τελικά και όχι τα κεφάλια

πως το δέρμα και η καθαρή του απόδοση

πως δεν περισσεύουν άλλες καρδιές

πως οι κανίβαλοι απήργησαν και ο ευνουχισμένος

την τρελή πια δεν την φοβάται

πως ικανοί για τίποτα το νηφάλιο

τσακισμένοι απ' ό,τι χαζό και απ΄ αύριο



πως από μια διαίρεση βγαίνει εξουσία 

και το μηδέν κομμένο στην μέση

χαμόγελο που κυλάει από τον παλιό το δρόμο



τώρα

μελωδίες από Σινικό υπόγειο

σήματα μορς με κουτουλίδια και φιλιά,

μακελειό, γκελ στις αγκαλιές

τακούνια να ανηφορίζουν τον Γολγοθά

GPS με την φωνή του Ιωάννου Μεταξά

επιστροφή με τα τέσσερα στις παρεξηγήσεις

στα συμπληρώματα

στις υπερβολές

στους μύθους


καμιά προκοπή
και τέλος

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

τ.


 Αφήνουμε την Θεσσαλονίκη βράδυ αρματωμένοι. Κατρακύλα στην Αθήνα. Ταξιδεύω με έναν άγγελο με κοκκινισμένη από το κρύο μύτη. Άοπλος, αόρκιστος εγώ στον στρατό, ο άλλος στην αναπαράσταση της Μάχης στο Καλπάκι. Περιηγητής.
 Απέναντι μας μια κυρία για Λιανοκλάδι. - Από το Ντίσελντορφ ήρθα και θα ρθουν να με πάρουν, θα ρθουν να με πάρουν, τρεις η ώρα θα σηκωθούν να 'ρθούν να με πάρουν. Εσείς; Εκδρομείς; Εμένα θα έρθουν να με πάρουν. . .
 Όχι ρεμούλας και φοροαπαλλαγής, απλοί εκδρομείς, εμείς. Κατρακύλα για Αθήνα. Συστημένοι.
Το βαγόνι ήρεμο σχετικά. Ούτε παρεούλες με μπηχτοιστόριες - Στα τέσσερα κι ας είναι δεκατέσσερα και να σου τρίβεται και πέτρα εγώ -  ούτε φαντάροι, μόνο ένας να ψάχνει με το λουκάνικο στον ώμο την θέση του - Για την Πατρίδα ρε, τι να κάνεις;
 Ύπνος, ναι και όχι, τσιγάρο στην στάση, δέκα λεπτά, στο Παλαιοφάρσαλο, ο παραδιπλάνος να ξέρει σε ποιο βαγόνι ειναι το κυλικείο όταν τον ρωτάω αλλά και όταν δεν τον ρωτάω ότι αυτοί οι πούστηδες οι μασόνοι όλοι, αποκαϊδια, το μπουρδέλο πως να το κάνουν μέγαρο, μαλάκες εγώ καλά σας τα έλεγα και φτάνουμε ξημέρωμα, χωρίς να έχει κάνει κακό ο ένας στον άλλο.

Ίσως δεν ακούω καλά.

 Καφές στο σταθμό Λαρίσης και μετά στάση έξω από την Βουλή. Ένα μαύρο κωλόπραμα σύννεφο από πάνω της.
 Πιο κάτω από την Όμονοια κατοικοεδρεύουμε. Χαμόγελο, καλή καρδιά και φιλοξενία. Το έχουμε σαν ορμητήριο και κάθε πρώι πάνω κάτω με πόδια. Να βρούμε εικόνες. Να πιάσουμε ατάκες. Εκ του ασφαλούς στο ύψος των παραστάσεων

από το τσουβάλι

- Μπαμπαταράντουλος.
- Coooneheads.
- Προχωράτε.
- Από που είστε;
- Ένας Σαρακατσάνοσουρδος στο Γκάζι.
- Όχι, Ερούλοι είμαστε.
- Ποιο αιώνα ξεπάτωσαν αυτοί, το Θησείο και τα πέριξ;
- Τον τρίτο.
- Ρε χαμένοι. . .
- Προχωράμε.
- Που πήγε το Μαρικάκι;
- Να χαιρετήσει τον Γκοντάρ και φεύγουμε.
- Ακοινώνητοι που είμαστε. Έπρεπε να πάμε να κουνήσουμε κεφάλα και εμείς.
- Να πάρεις παυσίπονα από το περίπτερο.
- Τι ματάρες που έχει.
- Σαν εκείνα τα φώτα που ξεκάνουν τα κουνούπια.
- Μπρος.


Χάλκινα μέσα μου ενώ λαχανιάζω στις αναφορές.
Εμβατήρια κοφτά, άνεμοι να μουντζώνουν την πόλη.
Κοροϊδεύω.
Χαμογελάει.
Δεν είμαι ο Bobby Brown.
Όχι άχρηστο δίκιο όταν μιλώ. Τίποτα.
Μόνο μαζεύω τα χαρτάκια από τα καρέλια, να σου δώσω ένα μικρό πάκο, να το κάνεις με λίγες κινήσεις - σαν να τις ξέρεις εσύ μόνο - καραβάκια.
Χάλκινα μέσα μου, εκείνη απ΄ έξω.
Μουσική, δική της.